Του Δημήτρη Κατσορίδα*
Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε από το υπουργείο Εργασίας προς ψήφιση αποτελεί, για ακόμα μία φορά, μνημείο εξυπηρέτησης των εργοδοτικών συμφερόντων. Προστίθεται δε στα αντεργατικά εκτρώματα των νόμων Χατζηδάκη και Γεωργιάδη, με στόχο να μπει ταφόπλακα σε κάθε έννοια προστασίας και δικαιώματος των εργαζομένων.
Πιο συγκεκριμένα, οι νέες διατάξεις υπονομεύουν δομικά το 8ωρο, θεσπίζοντας όριο έως και 13 ώρες εργασίας ημερησίως, πλέον και στον ίδιο εργοδότη, ενώ απελευθερώνουν πλήρως τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (αυξομείωση ωρών μέσα στην εβδομάδα, όπως συμφέρει τους εργοδότες). Εισάγεται επίσης το σπάσιμο της ετήσιας άδειας σε πενθήμερα, καταργώντας την υποχρεωτική συνεχόμενη δεκαήμερη θερινή άδεια, δίνεται η δυνατότητα πρόσληψης με συμβάσεις ακόμη και δύο ημερών μέσω απλού ηλεκτρονικού μηνύματος, καθώς και η απαλλαγή των εργοδοτών από ασφαλιστικές εισφορές σε υπερεργασία, υπερωρίες, νυχτερινή εργασία και αργίες, που προβλέπονται από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Ήδη από την περίοδο των μνημονίων είχε επικρατήσει η μείωση του ποσοστού κάλυψης από κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, η απαξίωση των επιχειρησιακών συμβάσεων και η διατήρηση χαμηλών μισθολογικών απολαβών. Αυτά οδήγησαν στη φτωχοποίηση των μισθωτών και στην αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων.
Η αντίληψη του κράτους και των εργοδοτών συνοψίζεται ως εξής: αν ο μισθός δεν επαρκεί για αξιοπρεπή διαβίωση, οι εργαζόμενοι μπορούν να καλύψουν αυτό το κενό δουλεύοντας περισσότερες ημέρες και ώρες, ακόμη και με δύο ή τρεις δουλειές, έως σημείου εξάντλησης. Ταυτόχρονα, η εξατομίκευση της εργασιακής σχέσης αποτελεί το κυρίαρχο εργαλείο επιβολής του αυταρχισμού στους χώρους δουλειάς, λειτουργώντας σαν «πολιορκητικός κριός» για την αποδόμηση κάθε ελάχιστης προστασίας. Επιπρόσθετα, η υποβάθμιση της Επιθεώρησης Εργασίας ενίσχυσε την παρατυπία και την παραβατικότητα, αφήνοντας τους εργαζόμενους στο έλεος της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Γιατί οι κρατούντες προχωρούν σε τέτοια μέτρα, όταν γνωρίζουν ότι μεγάλη μερίδα μισθωτών, ιδιαίτερα η νέα γενιά, αρνείται να εργαστεί σε τέτοιες συνθήκες; Γιατί επιμένουν να μη μειώνουν τον εργάσιμο χρόνο, όταν υπάρχουν τεράστια κενά σε θέσεις εργασίας στην εστίαση, στις αγροτικές δουλειές, στην οικοδομή και αλλού;
Η απάντηση είναι ότι επιδιώκουν να επιδείξουν πυγμή, αυταρχισμό. Στο πολιτικό επίπεδο, διανύουμε τη φάση του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς. Έχει γίνει πλέον καθεστώς που δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να εξασφαλίσει κάποια μορφή κοινωνικής συναίνεσης. Αντίθετα, επιχειρεί να περιθωριοποιήσει, να πειθαρχήσει και να ελέγξει τις κοινωνικές αντιστάσεις. Έτσι, μέσω του εργασιακού και γενικότερα του κοινωνικού αυταρχισμού, έχουμε περάσει σε μια αυταρχική δημοκρατία: ένα σύστημα καθημερινών πρακτικών εξαναγκασμού, πειθάρχησης και αποδυνάμωσης των δημοκρατικών διαδικασιών.
Βέβαια, το δημοκρατικό περίβλημα εξακολουθεί να υπάρχει (κοινοβουλευτική δημοκρατία, ελευθερία συναθροίσεων, έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος, πολυκομματισμός, συνδικάτα κλπ.), όμως οι λειτουργίες συμμετοχής και λογοδοσίας συρρικνώνονται.
Μαζί με τα φαινόμενα διαπλοκής στα οποία έχουν εμπλακεί τα αστικά πολιτικά κόμματα, οι εργοδότες και μέρος των κρατικών λειτουργών, αλλά και εξαιτίας της αδράνειας των συνδικαλιστικών ηγεσιών και της διασποράς της συνδικαλιστικής Αριστεράς, διατηρείται ένα παρακμιακό σύστημα. Επομένως, η αυταρχικοποίηση των εργασιακών σχέσεων εντάσσεται σε ένα γενικότερο ιδεολογικό και πολιτικό σχέδιο, που στοχεύει στην εδραίωση ενός αυταρχικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος (αυταρχική δημοκρατία).
Όπως επισημαίνει ο Α. Καψάλης, στην υπό έκδοση μελέτη του για τα συνδικάτα, ο μέσος μισθωτός στην Ελλάδα είναι σήμερα ηθικά και πολιτικά ηττημένος, απομονωμένος, φοβισμένος, ασυνδικάλιστος, ακάλυπτος από συλλογικές ρυθμίσεις, ανασφαλής στην εργασία, ανικανοποίητος επαγγελματικά, με δυσοίωνες προοπτικές για αξιοπρεπή συνταξιοδότηση στο τέλος ενός μαρτυρικού εργασιακού βίου. Σε χώρες με απορρυθμισμένη οικονομία και αγορά εργασίας, αναδύεται ένας α-πολιτικός, παθητικός και απομονωμένος τύπος ανθρώπου.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα τα συνδικάτα συσπειρώνουν μόλις το 1/5 των εργαζομένων. Όμως, με τόσο χαμηλή συμμετοχή και τόσο αδύναμο συνδικαλιστικό κίνημα, γίνεται εξαιρετικά δύσκολο να κερδηθούν εργατικοί αγώνες. Όσο οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες αποστρέφονται τα συνδικάτα, τα θεωρούν διεφθαρμένους και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και δεν συμμετέχουν στις δράσεις τους, η δυνατότητα αποτελεσματικής διεκδίκησης απομακρύνεται και ιδίως σε συνθήκες ανεργίας και ανασφάλειας.
Οι νέοι εργαζόμενοι, ειδικά, παραμένουν μακριά από αυτά, δεν δείχνουν ενδιαφέρον για τη συνδικαλιστική δράση, ενώ και τα συνδικάτα δεν δείχνουν ενδιαφέρον για τα προβλήματα των νέων. Αν δεν ξεκινήσει άμεσα ένας ανοιχτός και μεγάλος διάλογος για την κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος και για το πώς αυτή μπορεί να ξεπεραστεί, συνοδευόμενος από μια μακροχρόνια καμπάνια εγγραφής νέων μελών με επισκέψεις στους χώρους εργασίας, τότε το μέλλον των συνδικάτων θα είναι δυσοίωνο και αβέβαιο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου